- στομαχιάρικος
- η , ο вызывающий расстройство желудка, тяжёлый для желудка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στομαχιάρικος — η, ο, Ν [στομαχιάρης] (για τροφή) δύσπεπτος … Dictionary of Greek
στομαχιάρικος — η, ο αυτός που προκαλεί στομαχική διαταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)